φληνάφημα

φληνάφημα
(söz) saçma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα …   Dictionary of Greek

  • φληναφημάτων — φληνάφημα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φληναφήματα — φληνάφημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα …   Dictionary of Greek

  • φληναφία — η, ΝΜΑ [φλήναφος] φληνάφημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”